- ξεδοντιάζω
- 1. κάνω κάποιον να χάσει τα δόντια του, βγάζω ή σπάζω τα δόντια κάποιου2. (το μέσ.) ξεδοντιάζομαι(για γέροντες) χάνω τα δόντια μου, πέφτουν τα δόντια μου («γέρασε πια και ξεδοντιάστηκε»)3. μτφ. α) αναιρώ τα επιχειρήματα κάποιου αποδεικνύοντας ότι είναι αβάσιμα («έτσι όπως τού μίλησα τόν ξεδόντιασα και δεν ήξερε τί να απαντήσει»)β) εξουδετερώνω, καθιστώ ανίσχυρο και ακίνδυνο κάποιον ή κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + δόντι].
Dictionary of Greek. 2013.